- κολλημάτων
- κόλλημαthat which is gluedneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολλήσιμος — κολλήσιμος, ίμη, ον (Α) [κολλώ] 1. ο συγκολλημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο … Dictionary of Greek